- μαραθωνομάχης
- μαραθωνομάχης, ὁ (Α)βλ. μαραθωνομάχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μαραθωνομάχαι — Μαραθωνομάχης one who fought at Marathon masc nom/voc pl Μαραθωνομάχᾱͅ , Μαραθωνομάχης one who fought at Marathon masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαραθωνομάχας — Μαραθωνομάχᾱς , Μαραθωνομάχης one who fought at Marathon masc acc pl Μαραθωνομάχᾱς , Μαραθωνομάχης one who fought at Marathon masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
μαραθωνομάχος — ο (Α μαραθωνομάχος και μαραθωνομάχης) 1. πολεμιστής που μετείχε στη μάχη εναντίον τών Περσών στον Μαραθώνα 2. (παροιμιωδώς) γενναίος πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μαραθώνας + μάχος (< μάχομαι)] … Dictionary of Greek